Ροκοκό: Ο ρυθμός αυτός ειίναι συνέχεια του Μπαρόκ αλλ' αποκτά αυτοτέλεια κι οργανικότητα. Δεν υπάρχει σ' έργα που 'χουνε χαρακτηριστικό τη σοβαρότητα ή την απλότητα. Αυτή δε η τάση, χαρακτηρίζεται από τ' ανοιχτά, ζωηρά χρώματα και το χαρούμενο, σύνθετο στυλ. Eμφανίστηκε στη Γαλλία γύρω στα 1715 σ' αντίδραση προς το βαρετό στιλ των διακοσμήσεων του παλατιού των Βερσαλλιών. Διάρκεσε μόνο λίγες 10ετίες. Είναι στιλ κυρίως εσωτερικής διακόσμησης σε τοίχους, ταβάνια, έπιπλα μ' ανάγλυφα φυτικά μοτίβα, κλωνάρια, φύλλα, άνθη σε σχηματισμούς C κι S, ανάλαφρο, χαριτωμένο, εύθυμο, χαρούμενο, ευφάνταστο, κομψό. Σ' αντίθεση προς το βαρύ Μπαρόκ, τα χρώματα του είναι πολύ φωτεινά, διάφανα, δίχως βαθειές φωτοσκιάσεις.
Στη ζωγραφική παρατηρείται προτίμηση σε θέματα με κομψές φιγούρες σ' ειδυλλιακό περιβάλλον, σε δάση, κήπους, να περπατούν, να διασκεδάζουν, να παίζουν μουσικά όργανα κτλ, όλ' αυτά σε μια ανέμελη ατμόσφαιρα που θυμίζει ή υποβάλλει θέατρο, αφού οι άνθρωποι στις εικόνες κινούνται και συμπεριφέρονται σαν μαριονέτες ή ηθοποιοί σε σκηνή*. Ποτέ δε κατόρθωσε να δώσει έργα μνημειακού χαρακτήρα και πνευματικής έξαρσης ή βαθειάς ψυχολογικής διείσδυσης. Μένει μόνο πάνω στην επιφάνεια της ζωής, στο επίπεδο του συναισθηματισμού και του εφήμερου, του πρόσκαιρου, του περιστασιακού.
Κύριοι εκπρόσωποι στη ζωγραφική είναι οι Γάλλοι, Βατό, που στα έργα του διακρίνουμε μελαγχολική διάθεση, Μπουσέ, που διακρίνεται για τον ερωτισμό του, ο Ζαν Νατιέ (1685-1766) για τη κολακεία του, ο Φραγκονάρ για το συναισθηματισμό του. Στη γλυπτική, σημαντική είν' η εμφάνιση της πορσελάνης με συμπλέγματα συνήθως δύο φιγούρων (άνδρας-γυναίκα) ή και μία μόνο φιγούρα, με κύριους εκπρόσωπους στη Γαλλία τους, Λεμουά και Βουσαντόν και στη Γερμανία, τον Γκύντερ. Στην αρχιτεκτονική, βαρύτητα δίνεται στο αστικό σπίτι, μικρό σε διαστάσεις, διακοσμημένο εσωτερικά με καθρέφτες, τζάκια, ανάγλυφες διακοσμήσεις με επιχρυσώσεις και προτίμηση στ' άσπρα χρώματα, μ' έπιπλα σ' αυτό το στιλ. Διαδόθηκε εκτός από τη Γαλλία, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, κυρίως στη Βαυαρία. Επικράτησε μέχρι το 1770 περίπου.
Πηγή : http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1007
* Τα έργα αυτά απευθύνονται σε μια εύπορη κοινωνική τάξη, στην καθημερινή ζωή της οποίας κυριαρχούσαν η ανεμελιά, η διασκέδαση, η ευχαρίστηση των αισθήσεων και η εξεζητημένη επίδειξη της απόλαυσης της ζωής .
Από το μεγαλειώδη τρόπο του Μπαρόκ θα περάσουμε στη γλυκιά απόλαυση της ζωής. Αντί να πείθει και να εντυπωσιάζει , η τέχνη θέλει τώρα να ευχαριστεί.
(Ιστορία της Τέχνης , Γ Λυκείου, σ. 172)
http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/biblia/istoria_texnis_c_lykeiou.pdf
Στη ζωγραφική παρατηρείται προτίμηση σε θέματα με κομψές φιγούρες σ' ειδυλλιακό περιβάλλον, σε δάση, κήπους, να περπατούν, να διασκεδάζουν, να παίζουν μουσικά όργανα κτλ, όλ' αυτά σε μια ανέμελη ατμόσφαιρα που θυμίζει ή υποβάλλει θέατρο, αφού οι άνθρωποι στις εικόνες κινούνται και συμπεριφέρονται σαν μαριονέτες ή ηθοποιοί σε σκηνή*. Ποτέ δε κατόρθωσε να δώσει έργα μνημειακού χαρακτήρα και πνευματικής έξαρσης ή βαθειάς ψυχολογικής διείσδυσης. Μένει μόνο πάνω στην επιφάνεια της ζωής, στο επίπεδο του συναισθηματισμού και του εφήμερου, του πρόσκαιρου, του περιστασιακού.
Κύριοι εκπρόσωποι στη ζωγραφική είναι οι Γάλλοι, Βατό, που στα έργα του διακρίνουμε μελαγχολική διάθεση, Μπουσέ, που διακρίνεται για τον ερωτισμό του, ο Ζαν Νατιέ (1685-1766) για τη κολακεία του, ο Φραγκονάρ για το συναισθηματισμό του. Στη γλυπτική, σημαντική είν' η εμφάνιση της πορσελάνης με συμπλέγματα συνήθως δύο φιγούρων (άνδρας-γυναίκα) ή και μία μόνο φιγούρα, με κύριους εκπρόσωπους στη Γαλλία τους, Λεμουά και Βουσαντόν και στη Γερμανία, τον Γκύντερ. Στην αρχιτεκτονική, βαρύτητα δίνεται στο αστικό σπίτι, μικρό σε διαστάσεις, διακοσμημένο εσωτερικά με καθρέφτες, τζάκια, ανάγλυφες διακοσμήσεις με επιχρυσώσεις και προτίμηση στ' άσπρα χρώματα, μ' έπιπλα σ' αυτό το στιλ. Διαδόθηκε εκτός από τη Γαλλία, σε πολλές χώρες της Ευρώπης, κυρίως στη Βαυαρία. Επικράτησε μέχρι το 1770 περίπου.
Πηγή : http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=1007
* Τα έργα αυτά απευθύνονται σε μια εύπορη κοινωνική τάξη, στην καθημερινή ζωή της οποίας κυριαρχούσαν η ανεμελιά, η διασκέδαση, η ευχαρίστηση των αισθήσεων και η εξεζητημένη επίδειξη της απόλαυσης της ζωής .
Από το μεγαλειώδη τρόπο του Μπαρόκ θα περάσουμε στη γλυκιά απόλαυση της ζωής. Αντί να πείθει και να εντυπωσιάζει , η τέχνη θέλει τώρα να ευχαριστεί.
(Ιστορία της Τέχνης , Γ Λυκείου, σ. 172)
http://www.pi-schools.gr/lessons/aesthetics/eikastika/biblia/istoria_texnis_c_lykeiou.pdf
"Η οργή του Αχιλλέα"
Δημιουργός: TIEPOLO, Giovanni
Battista :1757
Fresco, 300 x 300 cm
Villa Valmarana, Vicenza
http://www.wga.hu/frames-e.html?/html/t/tiepolo/gianbatt/index.html
Τiepolo, Giovanni Battista (1696-1770)
Ο μεγαλύτερος Ιταλός ζωγράφος του 18ου αιώνα. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Βενετία, μα έγινε γνωστός κι αγαπήθηκε σ' όλη την Ευρώπη. Αρνήθηκε να διακοσμήσει το Βασιλικό Ανάκτορο στη Στοκχόλμη, διακόσμησε το Ανάκτορο του Πρίγκηπα-Επισκόπου στο Βίρτσμπουργκ στη Γερμανία κι ο κύκλος αυτός τοιχογραφιών, θεωρείται το αριστούργημά του. Έζησε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του στη Μαδρίτη, στην υπηρεσία του Καρόλου Γ'.
Μ' έργο ευρύ και πολυδιάστατο, κυρίως όμως έγινε γνωστός για τις τοιχογραφίες του, ειδικά σ' οροφές ναών κι ανακτόρων, όπου επέδειξε μοναδική δεξιοτεχνία στη δημιουργία ιλουζιονιστικών παιχνιδιών, εκμεταλλευόμενος το φως και το χώρο, σε συνδυασμό με μιαν ιδιαίτερη αίσθηση του χρώματος και της πολυτέλειας. Έζησεν ήσυχη ζωή γεμάτη μεγάλες επιτυχίες.
Γεννήθηκε 5 Μάρτη 1696 στη Βενετία, στερνοπαίδι του εμπόρου Ντομένικο που πεθαίνει την επόμενη χρονιά, αφήνοντας τη χήρα Ορσέτα με 6 παιδιά, όλα κάτω των 10 ετών. Στα 14 του μαθητεύει στον ζωγράφο Γκρεγκόριο Λατσαρίνι. Το 1717 γίνεται μέλος της Συντεχνίας Καλλιτεχνών Βενετίας και 2 χρόνια μετά, παντρεύεται τη 17άχρονη Μαρία-Σεσίλια Γκουάρντι, που κατάγεται από οικογένεια καλλιτεχνών. Αποκτήσαν 9 παιδιά, 4 κόρες και 3 επιβιώσαντες γιους.
Το 1725 τελειώνει το πρωτότυπο έργο "Η Δύναμη Της Ευγλωττίας" κι αρχίζει να εργάζεται για την οικογένεια Ντολφίν. 3 χρόνια μετά τελειώνει τις τοιχογραφίες στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο του Ούντινε, για τον Ντιονίζιο Ντολφίν, πατριάρχη της πόλης της Ακουϊλίας. Το 1732 διακοσμεί με δικά του έργα το παρεκκλήσι Κολεόνι στο Μπέργκαμο. 2 χρόνια μετά φιλοτεχνεί νωπογραφίες μ' αλληγορικά θέματα, για την Έπαυλη Λόσκι, κοντά στη Βιτσέντζα. Το 1745 ζωγραφίζει το έργο, "Η Μεταφορά Του Ιερού Λειψάνου Του Λορέτο".
Το 1750 ταξιδεύει στη Γερμανία για να διακοσμήσει το Ανάκτορο του Επισκόπου του Βίρτσμπουργκ.
Στα τέλη του 1753 επέστρεψε στη Βενετία και άρχισε να διακοσμεί επαύλεις με τοιχογραφίες.Το 1756 εκλέγεται Πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών Βενετίας και τον επόμενο χρόνο τελειώνει τις τοιχογραφίες της Έπαυλης Βαλμαράνα, που 'ναι από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του.
Το 1762, μαζί με τους γιούς του, Τζιαντομένικο & Λορέντζο*, μεταβαίνει στην Ισπανία, για τη διακόσμηση του Βασιλικού Ανακτόρου της Μαδρίτης. Τελειώνοντας τούτο το έργο σε 4 χρόνια, αποφασίζει να παραμείνει.
Το 1770 πεθαίνει απρόσμενα, στη Μαδρίτη, στις 27 Μάρτη και θάβεται στον Ναό του Αγίου Μαρτίνου, σ' ηλικία 74 ετών.
Πηγή : http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=216
Το 1757, ο Tiepolo και ο γιος του Giandomenico κλήθηκαν στη Βιτσέντζα να φτιάξουν τοιχογραφίες στην Villa Valmarana καθώς και στα γειτονικά διαμερίσματα των ξένων, τα επονομαζόμενα «foresteria»,. Παραγγελιοδόχος τους ήταν ο Κόντε Giustino Valmarana, μελετητής και λάτρης του θεάτρου. Ο Tiepolo έφτιαξε νωπογραφίες στο βεστιάριο και στα τέσσερα ισόγεια δωμάτια, ενώ ο γιος του έκανε τη διακόσμηση στο διπλανό ξενώνα. Οι ζωντανές σκηνές της καθημερινής ζωής του Giandomenico που απεικόνιζαν αγρότες και έμπορους είχαν ως σκοπό να διαμορφώσουν μια έντονη αντίθεση με τα ευγενή και τραγικά θέματα του Giambattista στην Βίλα, που ήταν δανεισμένα από διάσημα έργα της ελληνικής, ρωμαϊκής και ιταλικής λογοτεχνίας. Η Ιλιάδα του Ομήρου (περ. 750-650 π.Χ.), η Αινειάδα του Βιργιλίου (70-19 π.Χ.), ο Μαινόμενος Ορλάντο του Ariosto (1474-1533) και η Απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ .
Το χαρακτηριστικό στοιχείο των τοιχογραφιών στη Villa Valmarana είναι ο τρόπος με τον οποίο οι παραστάσεις έχουν συλληφθεί ως θεατρικές σκηνές, όπου οι διάφοροι ήρωες ενεργούν ως εάν είναι στη σκηνή.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα : http://www.wga.hu/frames-e.html?/html/t/tiepolo/gianbatt/index.html
Ο μεγαλύτερος Ιταλός ζωγράφος του 18ου αιώνα. Πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του στη Βενετία, μα έγινε γνωστός κι αγαπήθηκε σ' όλη την Ευρώπη. Αρνήθηκε να διακοσμήσει το Βασιλικό Ανάκτορο στη Στοκχόλμη, διακόσμησε το Ανάκτορο του Πρίγκηπα-Επισκόπου στο Βίρτσμπουργκ στη Γερμανία κι ο κύκλος αυτός τοιχογραφιών, θεωρείται το αριστούργημά του. Έζησε τα τελευταία 8 χρόνια της ζωής του στη Μαδρίτη, στην υπηρεσία του Καρόλου Γ'.
Μ' έργο ευρύ και πολυδιάστατο, κυρίως όμως έγινε γνωστός για τις τοιχογραφίες του, ειδικά σ' οροφές ναών κι ανακτόρων, όπου επέδειξε μοναδική δεξιοτεχνία στη δημιουργία ιλουζιονιστικών παιχνιδιών, εκμεταλλευόμενος το φως και το χώρο, σε συνδυασμό με μιαν ιδιαίτερη αίσθηση του χρώματος και της πολυτέλειας. Έζησεν ήσυχη ζωή γεμάτη μεγάλες επιτυχίες.
Γεννήθηκε 5 Μάρτη 1696 στη Βενετία, στερνοπαίδι του εμπόρου Ντομένικο που πεθαίνει την επόμενη χρονιά, αφήνοντας τη χήρα Ορσέτα με 6 παιδιά, όλα κάτω των 10 ετών. Στα 14 του μαθητεύει στον ζωγράφο Γκρεγκόριο Λατσαρίνι. Το 1717 γίνεται μέλος της Συντεχνίας Καλλιτεχνών Βενετίας και 2 χρόνια μετά, παντρεύεται τη 17άχρονη Μαρία-Σεσίλια Γκουάρντι, που κατάγεται από οικογένεια καλλιτεχνών. Αποκτήσαν 9 παιδιά, 4 κόρες και 3 επιβιώσαντες γιους.
Το 1725 τελειώνει το πρωτότυπο έργο "Η Δύναμη Της Ευγλωττίας" κι αρχίζει να εργάζεται για την οικογένεια Ντολφίν. 3 χρόνια μετά τελειώνει τις τοιχογραφίες στο Αρχιεπισκοπικό Μέγαρο του Ούντινε, για τον Ντιονίζιο Ντολφίν, πατριάρχη της πόλης της Ακουϊλίας. Το 1732 διακοσμεί με δικά του έργα το παρεκκλήσι Κολεόνι στο Μπέργκαμο. 2 χρόνια μετά φιλοτεχνεί νωπογραφίες μ' αλληγορικά θέματα, για την Έπαυλη Λόσκι, κοντά στη Βιτσέντζα. Το 1745 ζωγραφίζει το έργο, "Η Μεταφορά Του Ιερού Λειψάνου Του Λορέτο".
Το 1750 ταξιδεύει στη Γερμανία για να διακοσμήσει το Ανάκτορο του Επισκόπου του Βίρτσμπουργκ.
Στα τέλη του 1753 επέστρεψε στη Βενετία και άρχισε να διακοσμεί επαύλεις με τοιχογραφίες.Το 1756 εκλέγεται Πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών Βενετίας και τον επόμενο χρόνο τελειώνει τις τοιχογραφίες της Έπαυλης Βαλμαράνα, που 'ναι από τα μεγαλύτερα αριστουργήματά του.
Το 1762, μαζί με τους γιούς του, Τζιαντομένικο & Λορέντζο*, μεταβαίνει στην Ισπανία, για τη διακόσμηση του Βασιλικού Ανακτόρου της Μαδρίτης. Τελειώνοντας τούτο το έργο σε 4 χρόνια, αποφασίζει να παραμείνει.
Το 1770 πεθαίνει απρόσμενα, στη Μαδρίτη, στις 27 Μάρτη και θάβεται στον Ναό του Αγίου Μαρτίνου, σ' ηλικία 74 ετών.
Πηγή : http://www.peri-grafis.com/ergo.php?id=216
Το 1757, ο Tiepolo και ο γιος του Giandomenico κλήθηκαν στη Βιτσέντζα να φτιάξουν τοιχογραφίες στην Villa Valmarana καθώς και στα γειτονικά διαμερίσματα των ξένων, τα επονομαζόμενα «foresteria»,. Παραγγελιοδόχος τους ήταν ο Κόντε Giustino Valmarana, μελετητής και λάτρης του θεάτρου. Ο Tiepolo έφτιαξε νωπογραφίες στο βεστιάριο και στα τέσσερα ισόγεια δωμάτια, ενώ ο γιος του έκανε τη διακόσμηση στο διπλανό ξενώνα. Οι ζωντανές σκηνές της καθημερινής ζωής του Giandomenico που απεικόνιζαν αγρότες και έμπορους είχαν ως σκοπό να διαμορφώσουν μια έντονη αντίθεση με τα ευγενή και τραγικά θέματα του Giambattista στην Βίλα, που ήταν δανεισμένα από διάσημα έργα της ελληνικής, ρωμαϊκής και ιταλικής λογοτεχνίας. Η Ιλιάδα του Ομήρου (περ. 750-650 π.Χ.), η Αινειάδα του Βιργιλίου (70-19 π.Χ.), ο Μαινόμενος Ορλάντο του Ariosto (1474-1533) και η Απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ .
Το χαρακτηριστικό στοιχείο των τοιχογραφιών στη Villa Valmarana είναι ο τρόπος με τον οποίο οι παραστάσεις έχουν συλληφθεί ως θεατρικές σκηνές, όπου οι διάφοροι ήρωες ενεργούν ως εάν είναι στη σκηνή.
Μετάφραση από την ιστοσελίδα : http://www.wga.hu/frames-e.html?/html/t/tiepolo/gianbatt/index.html